- μετεώρισα
- μετεωρίζωraise to a heightaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετεωρισάσης — μετεωρισά̱σης , μετεωρίζω raise to a height aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρίσας — μετεωρίσᾱς , μετεωρίζω raise to a height aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρίσασα — μετεωρίσᾱσα , μετεωρίζω raise to a height aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρίζω — μετεωρίζω, μετεώρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής